- μποτιλιάρω
- μποτιλιάρισα, μποτιλιαρίστηκα, μποτιλιαρισμένος1. γεμίζω μπουκάλι με υγρό, εμφιαλώνω: Παραγγείλαμε κρασί μποτιλιαρισμένο.2. μτφ., ακινητοποιώ πλοίο μέσα σε λιμάνι φράζοντας το στόμιό του ή αυτοκίνητο εξαιτίας συνωστισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.